ἄρχων

ἄρχων
ἄρχων, οντος, ὁ (Aeschyl., Hdt.+) actually ptc. of ἄρχω, used as subst.: one who is in a position of leadership, esp. in a civic capacity.
one who has eminence in a ruling capacity, ruler, lord, prince
of earthly figures, οἱ ἄ. τῶν ἐθνῶν Mt 20:25; cp. B 9:3 (Is 1:10); οἱ ἄ. the rulers Ac 4:26 (Ps 2:2). W. δικαστής of Moses (in quot. of Ex 2:14): 7:27, 35 and 1 Cl 4:10.
of Christ ὁ ἄ. τ. βασιλέων τ. γῆς the ruler of the kings of the earth Rv 1:5;
of transcendent figures. Evil spirits (Kephal. I p. 50, 22; 24; 51, 25 al.), whose hierarchies resembled human polit. institutions. The devil is ἄ. τ. δαιμονίων Mt 9:34; 12:24; Mk 3:22; Lk 11:15 (s. Βεελζεβούλ.—Porphyr. [in Eus., PE 4, 22, 15] names Sarapis and Hecate as τοὺς ἄρχοντας τ. πονηρῶν δαιμόνων) or ἄ. τοῦ κόσμου τούτου J 12:31; 14:30; 16:11; ἄ. καιροῦ τοῦ νῦν τῆς ἀνομίας B 18:2; ὁ ἄ. τοῦ αἰῶνος τούτου (Orig., C. Cels. 8, 13, 13) IEph 17:1; 19:1; IMg 1:2; ITr 4:2; IRo 7:1; IPhld 6:2. (Cp. AscIs 1, 3; 10, 29.) At AcPlCor 2, 11 the ed. of PBodmer X suggests on the basis of a Latin version (s. ZNW 44, 1952–53, 66–76) that the following words be supplied between πολλοῖς and θέλων εἶναι: [ὁ γὰρ ἄρχων ἄδικος ὢν| (καὶ) θεὸς] (lat.: nam quia injustus princeps deus volens esse) [the prince (of this world) being unjust] and desiring to be [god] (s. ASchlatter, D. Evglst. Joh. 1930, 271f). Many would also class the ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου 1 Cor 2:6–8 in this category (so from Origen to H-DWendland ad loc., but for possible classification under mng. 2 s. TLing, ET 68, ’56/57, 26; WBoyd, ibid. 68, ’57/58, 158). ὁ πονηρὸς ἄ. B 4:13; ὁ ἄδικος ἄ. MPol 19:2 (cp. ὁ ἄρχων τ. πλάνης TestSim 2:7, TestJud 19:4). ὁ ἄ. τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος Eph 2:2 (s. ἀήρ, end). W. ἄγγελος as a messenger of God and representative of the spirit world (Porphyr., Ep. ad Aneb. [s. ἀρχάγγελος] c. 10) Dg 7:2; οἱ ἄ. ὁρατοί τε καὶ ἀόρατοι the visible and invisible rulers ISm 6:1.
gener. one who has administrative authority, leader, official (so loanw. in rabb.) Ro 13:3; Tit 1:9 v.l. (cp. PsSol 17:36). For 1 Cor 2:6–8 s. 1b above.
of Jewish leaders (Schürer, index; PLond III, 1177, 57 p. 183 [113 A.D.] ἀρχόντων Ἰουδαίων προσευχῆς Θηβαίων; IGR I, 1024, 21; Jos., Ant. 20, 11) of the high priest Ac 23:5 (Ex 22:27). Of those in charge of a synagogue (IG XIV, 949, 2) Mt 9:18, 23; cp. ἄ. τῆς συναγωγῆς Lk 8:41; Ac 14:2 D. Of members of the Sanhedrin Lk 18:18; 23:13, 35; 24:20; ἄ. τ. Ἰουδαίων (cp. Epict. 3, 7, 30 κριτὴς τῶν Ἑλλήνων) J 3:1; cp. 7:26, 48; 12:42; Ac 3:17; 4:5, 8 (ἄρχοντες καὶ πρεσβύτεροι as 1 Macc 1:26); 13:27; 14:5. τὶς τῶν ἀρχόντων τ. Φαρισαίων a member of the Sanhedrin who was a Pharisee Lk 14:1. Of a judge 12:58.
of gentile officials (Diod S 18, 65, 6; s. the indexes to SIG and OGI) Ac 16:19 (OGI 441, 59 and note); 1 Cl 60:2; MPol 17:2. W. ἡγούμενοι 1 Cl 60:4. W. βασιλεῖς and ἡγούμενοι 1 Cl 32:2.—B. 1324. 153–59 (‘Archon’). EDNT. DELG s.v. ἄρχω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅρχων — ἄρχων , ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων , ἄρχων ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχων — ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * …   Dictionary of Greek

  • ἀρχῶν — ἀρχή beginning fem gen pl ἀρχός leader masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχον — Ἄρχων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρχους — Ἄρχων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”